- μοναστηρίου
- μοναστήριοςmonasticmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Σάββα Αγίου, μονή — Ιστορικό μοναστήρι, σήμερα πατριαρχικός ναός, στην Αλεξάνδρεια. Η γραφή Σάββα σπανίζει στους παλιούς κώδικες. Η ιστορία του αλεξανδρινού μοναστηριού, χάνεται στο σκοτάδι των αιώνων. Φαίνεται πως η αρχική ονομασία του, ήταν Άγιος Μάρκος. Υπάρχει… … Dictionary of Greek
Τιμίου Προδρόμου, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια. 1. Γορτυνίας. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Αρκαδίας, NA της Δημητσάνας, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλόπολης. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στο 1167, ενώ άλλη… … Dictionary of Greek
Κοίμησης της Θεοτόκου, μονή — Ονομασία 33 μοναστηριών. 1. Αγνούντος. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Αργολίδος. Βλ. λ. Αγνούντος, μονή. 2. Ανθηρού. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Καρδίτσης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδας και… … Dictionary of Greek
Αγίου Γερασίμου, μονή — Ονομασία τριών μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι της Κεφαλονιάς, στις δυτικές παρυφές του Αίνου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Κεφαλληνίας. Στη θέση του μοναστηριού βρισκόταν στον Μεσαίωνα η ονομαζόμενη Μονή των Σολύμων ή Νέα Ιερουσαλήμ.… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ελεούσης, μονή — Ανδρικό μοναστήρι στο Νησί των Ιωαννίνων, αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιωαννίνων. Η ονομασία του μοναστηριού οφείλεται στην εικόνα της Θεοτόκου Ελεούσας (15ου αι.) που μεταφέρθηκε από το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής… … Dictionary of Greek
Ευαγγελιστρίας, μονή — Ονομασία μοναστηριών. 1. Άνω Πεδινών. Μετόχι στον νομό Ιωαννίνων. Είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε. Το καθολικό του μοναστηριού χτίστηκε το 1793, ενώ το 1809 έγινε η εικονογράφησή του. 2. Ζαγαρά. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Βοιωτίας, στη… … Dictionary of Greek